ἀπόδρομος

ἀπόδρομος
ἀπόδρομος
apart from the race
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου …   Dictionary of Greek

  • ἀπόδρομον — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc sg ἀπόδρομος apart from the race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδρόμους — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδρομοι — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”